- ἀνηγεμόνευτος
- ἀνηγεμόνευτος, ον,A without leader, unguided,
ψυχή Ph.1.337
, cf. 696, Luc.Icar.9;φυρμός M.Ant.12.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχή Ph.1.337
, cf. 696, Luc.Icar.9;φυρμός M.Ant.12.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνηγεμόνευτος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανηγεμόνευτος — η, ο (Α ἀνηγεμόνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ἀνηγεμόνευτον — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem acc sg ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτου — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτων — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτα — ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτοι — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)